διασάφηση — η 1. η διασαφήνιση: Αυτό που είπες χρειάζεται διασάφηση. 2. γραπτή δήλωση στο τελωνείο με την οποία ζητούμε τον εκτελωνισμό εμπορεύματος που εισάγουμε ή εξάγουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασάφηση — η (AM διασάφησις, εως) [διασαφώ] νεοελλ. 1. η εξήγηση, το να καταστεί σαφές κάτι 2. γραπτή λεπτομερής καταγραφή εμπορευμάτων που υποβάλλει ο έμπορος στις τελωνειακές αρχές αρχ. μσν. εξήγηση, ερμηνεία (κειμένου, ονείρου, κ.λπ.) … Dictionary of Greek
τελωνειακός — και τελωνιακός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο 2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» το τελωνείο β) «τελωνειακή υπηρεσία» το τελωνείο γ) «τελωνειακή ένωση» (οικον. διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αδιασάφητος — η, ο (Μ ἀδιασάφητος, ον) [διασαφῶ] αυτός που δεν διασαφήθηκε, αδιασαφήνιστος, αδιευκρίνιστος, ανεξήγητος νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός για τον οποίο δεν έγινε τελωνειακή διασάφηση («τα εμπορεύματα είναι αδιασάφητα») … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… … Dictionary of Greek
αντιπαράσταση — η (AM ἀντιπαράστασις) η εξέταση μαρτύρων συγχρόνως με άλλους μάρτυρες ή με τον κατηγορούμενο αρχ. μσν. (Ρητορ.) η αποδοχή ενός επιχειρήματος, αλλά με μια ουσιώδη διάκριση, διασάφηση αρχ. η έμμεση απάντηση … Dictionary of Greek